Κυριακή 30 Νοεμβρίου 2008

Δείγμα μοναχισμού της Μετανεωτερικότητας;

Υπό του Ηλία Οικονόμου,


Το πρόβλημα της διαχειρίσεως της ιδιοκτησίας της Μονής Βατοπεδίου δεν είναι απλώς πολιτικοοικονομικό. Αλλά ηθικό, ιεροκανονικό και σε τελευταία ανάλυση βαθύτατα θεολογικό. Και τούτο επειδή αλλοιώνει θεμελιώδεις αρχές της Ορθοδοξίας και της Ορθοπραξίας.

Και βεβαίως, το κατέχειν (μεγάλην ακίνητον περιουσίαν ), το αγοράζειν και πωλείν ακίνητα και μετοχές ,το ανταλλάσσειν ακίνητα, το δανείζεσθαι χρήματα εντόκως, το κερδίζειν, το συγκροτείν εταιρείες- και μάλιστα υπεράκτιες- όπως και η καλλιέργεια δαπανηρών δημοσίων σχέσεων και τα συναφή συνιστούν νόμιμες οικονομικές δραστηριότητες, όταν τηρούνται οι σχετικοί νόμοι.Οι επιδιδόμενοι στις δραστηριότητες αυτές ασκούν θεμιτές δραστηριότητες, ανεξαρτήτως των θρησκευτικών, φιλοσοφικών και πολιτικών πεποιθήσεών τους και του τρόπου ζωής, διατροφής , ενδύσεως και του τόπου διαμονής.

Εις πάντα τα ανωτέρω επεδόθησαν ο προεστώς και οι μετ’ αυτού εις την Ιεράν Σταυροπηγιακήν και Πατριαρχικήν .Μονήν του Βατοπεδίου συστηματικώς, παρά το απαγορευτικόν παρομοίων δραστηριοτήτων μοναχικὸν και ιερατικὸν ένδυμα, το οποίον περιβάλλονται. Έχοντες δε δώσει φρικτοὺς όρκους ενώπιον του τριαδικού Θεού να διάγουν βίον, πνευματικόν και μακράν κοσμικών δραστηριοτήτων, διεπόμενον και οριζόμενον απὸ ιεροὺς κανόνες , απαγορευτικοὺς πάσης κοσμικής μερίμνης και ασχολίας.

Η αποκαλυφθείσα κραυγαλέα και έμπρακτος δυσαρμονία συνιστά εξαλλαγή του βίου από του μοναχικού στον κοσμικό χώρο, δηλαδή αναίρεση του μοναχικού ιδεώδους μέσω της πλήρους εκκοσμικεύσεως του βατοπεδινού μοναχισμού. Εκκοσμίκευση και μοναχισμὸς είναι εξ ορισμού μεγέθη ασύμβατα, επειδή το ένα αναιρεί το άλλο, δηλαδή τις αρχές και τους σκοπούς εκάστου. Η «αγορά», δηλαδή η οικονομική και πολιτική δραστηριότητα και η «ερημία» της πνευματικής ασκήσεως δεν δύνανται να συνυπάρξουν, επειδἠ η δραστηριότητα της πρώτης (και μάλιστα της θεοποιημένης αγοράς, όπως συμβαίνει την εποχή μας) αφυδατώνει και κατακαίει την πνευματικότητα με συνέπεια την απώλεια της μοναχικής ταυτότητας. Ο Ιησούς στο όνομα του οποίου είναι μοναχοί αποσαφήνισε το υποχρεωτικότητα της επιλογής ( «Θεὸς ή Μαμωνάς» ).

Ο χριστιανός άνθρωπος και εν προκειμένω ο κατά τεκμήριο πρωταθλητής του χριστιανικού βίου , ο μοναχός υποχρεώνεται να επιλέξει ποίον θα αγαπά και ποίον θα αποστρέφεται, το Χριστό ή το χρήμα. Μοναχισμός που αποτελεί προκάλυμμα οικονομικών δραστηριοτήτων δεν είναι αυθεντικός ορθόδοξος μοναχισμός, αλλά κατ’ όνομα μόνον. Άλλο είναι οι πράξεις πορισμού των αναγκαίων αγαθών λιτής και ολιγοδεούς επιβιώσεως του μοναχού, που είναι θεμιτὲς και αυτονόητες, και άλλο είναι η ανάπτυξη οικονομικής δραστηριότητας πρωτοφανούς μεγέθους και δυσπεριγράπτου διαπλοκής.

Σύμφωνα με την αιδέσιμη παράδοση ο ορθόδοξος μοναχός διδάσκει με τα έργα του και με τη ζωή του. Είναι θεολόγος της πράξεως και πρωταθλητής της πνευματικής ασκήσεως. Ο ορθόδοξος μοναχός δεν είναι λειτουργός της Πολιτικής Οικονομίας, δηλαδή διαχειριστής χρήματος και πολιτικής δυνάμεως, αλλά ταπεινός διάκονος της Θείας Οικονομίας, δηλαδή του έργου του Θεού προς τους ανθρώπους.

Η Τρίτη χριστιανική χιλιετία της ιστορίας, η εποχή της μετανεωτερικότητας είναι de facto περίοδος εξετάσεως και λογοδοσίας της κρατούσης καταστάσεως της πίστεως και της ζωής των χριστιανών, κληρικών και λαϊκών. Συνιστά δε έλεγχο της στερεότητας και της ευρυθμίας των εκκλησιαστικών θεσμών, δηλαδή της Εκκλησίας ώστε να διαπιστωθεί, ύστερα από μία περίοδο έντονης αθεϊστικής επιθέσεως – που συνεχίζεται με τη μορφή της «δημιουργικής συγγραφής» (π.χ. το μυθιστόρημα ο κώδικας ντα Βίτσι, κ.ά) και επιστημονικοφανών δημοσιευμάτων ( Ντώκινς , η περί θεού αυταπάτη κ.ά. ) και διωγμών, ο βαθμὸς της εμμονής στα πιστευθέντα και παραδοθέντα πνευματικά αγαθά και η αντοχή των χριστιανικών αρχών στο πνεύμα του παρόντος αιώνος (θα προσέθετα, του απατεώνος, δηλαδή του απατηλού).

Η παρούσα κατάσταση του Ορθοδόξου μοναχισμού, όπως αποκαλύφθηκε στο συγκεκριμένο παράδειγμα παρουσιάζει σοβαρές αποκλίσεις από το παραδοθέν ασκητικό ιδεώδες και δρα κατά τρόπον έκκεντρον από τους τεθεσπισμένους απὸ τις οικουμενικές συνόδους ιερούς κανόνες. Η εκπεμπομένη δια των εκθέσμων ενεργειών μοναχική ταυτότητα δεν ανταποκρίνεται προς την γνησιότητα του Ορθοδόξου Μοναχισμού.

Η θλιβερή και φθοροποιός εκτροπή θα είχεν αποτραπεί ,αν διετηρείτο η ιεροκανονική τάξη διαχειρίσεως της εκκλησιαστικής και μοναστηριακής περιουσίας. Ιεροί Κανόνες υπάρχουν από μακρού χρόνου, και , εφαρμοζόμενοι τηρουμένων των καιρικών αναλογιών, θα απέτρεπαν την κραυγαλέα εκκοσμίκευση και τον διασυρμό του μοναχικού σχήματος και το ορθόδοξο ήθος. .Χαρακτηριστικός και καθοδηγητικός της ορθοδόξου αντιλήψεως περί της διαχειρίσεως της εκκλησιαστικής γενικώς και της μοναστηριακής ειδικώς περιουσίας είναι ο Β΄κανόνας της 7ης Οικουμενικής Συνόδου (Νικαία ,787 μ.Χ.). (Βλ. καὶ Ράλλη-Ποτλή, Σύνταγμα Θείων και Ιερών Κανόνων, τ. Β, σελ. 593 και εξής) Αυτός (και οι παλαιοί ερμηνευτές του) καθορίζει με σαφήνεια τους όρους διαχειρίσεως της εκκλησιαστικής και της μοναστηριακής περιουσίας, θέτει απαγορευτικούς όρους διαχειρίσεως και προβλέπει ποινές.

Συγκεκριμένα ορίζει τα ακόλουθα:
Α)Υπεύθυνος της εκκλησιαστικής περιουσίας είναι ο επίσκοπος, της μοναστηριακής ο ηγούμενος.

Β) Η διαχείριση της περιουσίας διέπεται από τη θεολογική αρχή να γίνεται ως εάν την παρακολουθεί ο Θεός (« ως Θεού εφορώντος» ), επειδή πρόκειται περί περιουσίας του Θεού, ανήκει εις «τα του Θεού».

Γ) Για τον προηγούμενο λόγο, δεν επιτρέπεται ο σφετερισμός οποιουδήποτε μέρους της από τον υπεύθυνο διαχειριστή.

Δ) Δεν επιτρέπεται επίσης να χαρίζονται στους συγγενείς όσα ανήκουν στο Θεό., Αν δε αυτοί είναι πτωχοί, πρέπει να ενισχύονται ως πτωχοί , χωρίς να γίνεται αφαίρεση περιουσίας.

Ε) Αν προβάλλεται ως πρόφαση ότι ο αγρός είναι ζημιογόνος και δεν είναι σε τίποτε χρήσιμος, τότε δεν επιτρέπεται να παραχωρείται στους τοπικούς άρχοντες.

Στ) Επιβάλλεται να παραχωρείται ο άγονος ή ασύμφορος αγρός μόνο σε - προφανώς ακτήμονες- κληρικούς ή γεωργούς,

Ζ)) Αν γίνει πονηρή μεθόδευση και ο αγρός από τους κληρικούς και τους γεωργούς περιέλθη μέσω αγοράς στον άρχοντα, η αγοραπωλησία είναι άκυρη και η ιδιοκτησία του αγρού επανέρχεται αναλόγως ,στο μοναστήρι ή στην επισκοπή.

H) Ο ηγούμενος ή ο επίσκοπος που μεθόδευσαν με δόλο τα πράγματα ελέγχονται και απομακρύνονται, ο μεν ηγούμενος από το μοναστήρι, ο δε επίσκοπος από την επισκοπή του, επειδή κακοδιαχειρίζονται (διασκορπίζουν) αυτά που δε (μόχθησαν να) συγκεντρώσουν οι ίδιοι».

Η εφαρμογή των διαχειριστικών κατευθύνσεων του κανόνος της 7ης Οικουμενικής (δηλαδή παγχριστιανικής ισχύος,) Συνόδου θα είχε πολλές ευεργετικές συνέπειες. Δεν θα ετίθετο ποτέ ζήτημα παραχωρήσεως, πωλήσεως ή ανταλλαγής της Βιστωνίτιδας με το ελληνικό κράτος και τους επιχειρηματίες .Η περιουσία θα έμενε άθικτη ως συμβολή στην οικολογική ανάγκη της εποχής και ως έμπρακτη απόδειξη της οικολογικής κατευθύνσεως της Ορθοδοξίας. Η εμπορική νοοτροπία υπονόμευσε τις πολυετείς οικολογικές προσπάθειες του Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Νέας Ρώμης. Προσπάθειες που ο Πατριάρχης προέτεινε στην πρόσφατη Σύναξη των Ορθοδόξων Πατριαρχών και Αρχηγών των Αυτοκεφάλων Εκκλησιών, να ενεργοποιηθούν σε πανορθόδοξη έκταση, δηλαδή διηπειρωτικώς.

Ένα τμήμα της περιοχής θα έπρεπε, σύμφωνα με τις πρόνοιες του μνημονευθέντος κανόνος , να δοθεί σε ακτήμονες παλαιούς και νέους γεωργούς, ασφαλώς με τη δέσμευση να μη μεταπωληθεί, αλλά με τον όρο να καλλιεργείται . Το αυτό θα έπρεπε να γίνει, πάλι με βάση την ίδια πρόνοια του κανόνος, για ακτήμονες κληρικούς.

Η παραβίαση του κανόνος πρέπει να επισύρει τις προβλεπόμενες συνέπειες, δηλαδή την επαναφορά των πωληθέντων ή ανταλλαγέντων στην ιδιοκτησία της μονής. Και την απομάκρυνση του ηγουμένου από της θέσεώς του, «επειδή διασκόρπισε κακώς, εκείνα που δεν συγκέντρωσε με ίδους κόπους», πάντοτε σύμφωνα με τον κανόνα. Το αυτοδιοίκητο των μονών του Αγίου Όρους δεν αναιρεί την ισχύ των ιερών κανόνων. Η Ορθόδοξη Θεολογία δεν γνωρίζει την νεώτερη έννοια της «αξιοποιήσεως της εκκλησιαστικής περιουσίας», που προέρχεται από τον οικονομικό χώρο και έχει υιοθετηθεί από την πρακτική της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας. Η υιοθέτησή της αρχής αυτής από τους Ορθοδόξους δηλώνει ώσμωση.

Είναι δε προφανής αντίφαση και ειρωνεία, την ώρα που το Άγιο Όρος διατυπώνει ζωηρές επιφυλάξεις για τον διάλογο με τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, να υιοθετεί τις οικονομικές πρακτικές της. Να εγκαταλείπει δηλαδή τις αρχές και το πνεύμα που ανέδειξαν τον ορθόδοξο μοναχισμό, δηλαδή ότι ο Θεός δεν πωλεί στους ανθρώπους, αλλά χαρίζει. Και ότι η γη υπάγεται στις δωρεές (χάριτες ) του Θεού προς τον άνθρωπο! Αυτή τη θεολογική αντίληψη υποκρύπτει και σ’ αυτήν αναφέρεται ο κανόνας, όταν χρησιμοποιεί τις φράσεις «ως θεού εφορώντος» και «συγγενέσιν ιδίοις τα του θεού (μη) χαρίζεσθαι».

Προφανώς, η λογική των κανόνων περί της διαχειρίσεως της εκκλησιαστικής και μοναστηριακής περιουσίας είναι άλλης τάξεως από την σημερινή, αλλά πρέπει να ισχύει για να υφίσταται ανόθευτος ορθόδοξος μοναχισμός, όπως πρέπει να ισχύουν και τα χρυσόβουλα, καίτοι προέρχονται από πολιτεία άλλης τάξεως (βυζαντινή αυτοκρατορία), της οποίας θεωρούμε ότι η σημερινή Ελλάδα αποτελεί κληρονόμο (και όχι κατακτητή) και μερική εδαφική συνέχεια .

Δυστυχώς ο ηγούμενος της Μονής εμφανίζεται να αγνοεί και να καταπατά αδεώς τους ιερούς κανόνες, την περί δωρεάς (χάριτος) την Ορθόδοξη Θεολογία κ.λπ. , όπως και ν αδιαφορεί για τις συνειδητές οικολογικές κατευθύνσεις της σημερινής Ορθοδοξίας. Και κάθε Ορθόδοξος δικαιούται και οφείλει να διερωτάται , τι μοναχισμός και τι μοναχός είναι εκείνος που πορεύεται με κριτήριο τον εαυτό του προς την αντίθετη κατεύθυνση εκείνης που απαιτεί η παράδοση και η ανακαίνιση της Ορθοδόξου Εκκλησίας; Αυτός θα είναι ο ορθόδοξος μοναχισμός της μετανεωτερικότητας, θα πολλαπλασιάζει την οικονομική δύναμη και θα αδιαφορεί για τα αδύναμα μέλη της Εκκλησίας και μάλιστα των χωρών της Εξωτερικής Ιεραποστολής;

ΗΛΙΑΣ ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ
29.11.2008

Ετικέτες

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]

<< Αρχική σελίδα