Το σχίσμα δεν είναι αμιγώς εκκλησιαστικό γεγονός
Το εκκλησιαστικό σχίσμα της Δυτικής από την Ανατολική Χριστιανοσύνη δεν υπήρξε-ούτε είναι-αμιγώς εκκλησιαστικό γεγονός.Τόσο τα αίτια όσο και τα αποτελέσματα υπήρξαν μικτά, δηλαδή πολιτικοεκκλησιαστικά.Και έμειναν όλους τους αιώνες που ακολούθησαν πολιτικοεκκλησιαστικά.
Αλλά από τον 20ό αίώνα επήλθε στις σχέσεις των κρατών κοπερνίκειος στροφή, ύστερα από τη δραματική και πολυαίμακτη τραδωδία τών δύο παγκοσμίων πολέμων και των πολλών τοπικών. Ανεπτύχθη ραγδαία ειρηνική προσέγγιση των Ευρωπαϊκών λαών και ανάπτυξη πολυμερούς συνεργασίας των ευρωπαϊκών κρατών.Ετσι επήλθε άμβλυνση η de facto οριστική άρση του πολιτικού υποβάθρου , δηλαδή της μακροχρονίου πολιτικής συνιστώσας του σχίσματος.
Το ίδιο χρονικό διάστημα, παρά τις σχετικές πρωτοβουλίες της Ορθοδόξου Εκκλησίας (1902, 1920 ),η εκκλησιαστική συνιστώσα του σχίσματος έμεινε πεισματικά αγκυλωμένη στο παρελθόν.Με συνέπεια να αυξάνωνται τα ερωτήματα περί της πιστότητος των Εκκλησιών προς την ουσία και το γνήσιο περιεχόμενο της διακηρυσσομένης αφοσιώσεως στο ιστορικό πρόσωπο , δηλαδή το λόγο και το έργο του Ιησού. Και το σκάνδαλο της διαιρέσεως παρέμενε-και παραμένει-ενεργό.
Η πολιτική συνιστώσα της ευρωπαϊκής ενότητος έφθάσε στην αποδοχή της ισοτίμου συνερ-γασίας για τη συλλογική αντιμετώπση των κοινών προβλημάτων και να σχεδιάζει ως Ευρωπαϊκή Ένωση πλέον, το κοινό μέλλον των ευρωπαϊκών λαών, χωρίς τάσεις κυριαρχίας ή επικυριαρχίας του ενός κράτους στο άλλο,όπως συνέβαινε στο αιματηρό παρελθον.
Δυστυχώς δε συνέβη -και δε συμβαίνει-το ίδιο με την εκκλησιαστική συνιστώσα του σχίσματος. Το αμοιβαίο ανάθεμα, που συνώδευε το σχίσμα ήρθη αμοιβαίως (1965 ), εισήχθη μία περίοδος "διαλόγου αγάπης"(!),ως προετοιμασία της επομένης περιόδου του του ονομα-ζομένου "θελογικού διαλόγου".Ο διάλογος αυτός άρχισε ,αφού διεκόπη λόγω διακηρυχθέν-τος επιθετικού (προσηλυτιστικού) σχεδιασμού κατά της Ρωσικής Ορθοδόξου Εκκλησίας . Ο διάλογος επανήρχισε, αλλά εξελίσσεται με απώτερο στόχο την πλήρη ένωση (sic) , που επιδιώκεται με ακαδημαϊκή τύπου και σχολαστικής μεθοδολογίας συναντήσεις (δέκα έως τώρα) .
Το σκοπούμενο ,όπως έχει δηλωθεί (από ρωμαιοκαθολικής πλευράς) είναι η αποδοχή του παπικού αξιώματος μέσω αποσαφηνίσεων, με τις οποίες θα δικαιώνεται η ύπαρξη και λειτουργία του υπεροχικού διοικητικού μονισμού του ενός (του παπικού πρωτείου εξουσίας) , παράλληλα προς την αρχαία συλλογικότητα (εξουσιαστική συνοδικότητα), που ισχύει ως κορυφαία εξουσία της Εκκλησίας και συνεχίζεται από την Ορθόδοξη Εκκλησίας.Το ερώτημα και το διακύβευμα του θεολογικού διαλόγου είναι:Τί συνιστά την κορυφαία εξουσιαστική έκφραση της Οικουμενικής Εκκλησίας,Ο Πάπας ή Οικουμενική Σύνοδος;
Εάν λάβει κάποιος την επισήμως εκπεφασμένη θέση της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, και τη παγία και μη επιδεκτική φαλκιδεύσεως ορθόδοξη πίστη καί πράξη,η αποτυχία του διαλόγου δεν ευρίσκεται μακράν.
Ο περί του παπαικού αξιώματος θεολογικός διάλογος δεν είναι δυνατόν να συγκαλύψει τη μοναρχική δομή του παπικού αξιώματος , κατά τον τρόπο, που η ανθρώπινη σάρκα καλύπτει τον οστέϊνο σκελετό του ανθρώπου.
[ις΄α΄Βη΄]
Ετικέτες ΕΚΚΛΗΣΙΑ
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]
<< Αρχική σελίδα